Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

биржевой - του χρηματιστηρίου

  • 1 биржевой

    би́рж||евой
    прил τοῦ χρηματιστηρίου, χρηματιστικός:
    \биржевойевая игра ἡ χρηματιστηριακή κερδοσκοπία; \биржевойево́й маклер ὁ μεσίτης χρηματιστηρίου.

    Русско-новогреческий словарь > биржевой

  • 2 бюллетень

    1. (краткое официальное сообщение) το δελτίο, το ανακοινωθέν
    информационный - των πληροφοριών/γεγονότων
    2. (какого-л. учреждения) η περιοδική έκδοση, το περιοδικό 3. (отчёт) το δελτίο 4. (избирательный) το ψηφοδέλτιο 5. (больничный лист) το πιστοποιητικό ασθενείας/νοσηλείας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бюллетень

  • 3 курс

    1. (направление движения) η πορεία, η κατεύθυνση, мор. о πλους
    - следования (линия соединяющая пункты отправления и назначения) - του προορισμού
    2. эк. η τιμή, η αξία 3. (цикл лечебных процедур) η θεραπεία 4. (в политике) η (πολιτική) κατεύθυνση 5. (изложение какой-л. науки в вузе) η διδασκαλία, η σειρά (των διαλέξεων/μαθημάτων) 6. (год обучения в вузах и средних специальных учебных заведениях) το έτος (της εκπαίδευσης/φοί-τησης) 7. (законченный цикл обучения) о πλήρης κύκλος της διδασκαλίας 8. (учебник, излагающий какую-л. науку) το εγχειρίδιο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > курс

  • 4 курс

    курс
    м
    1. (направление) ἡ πορεία, ἡ ρότα / перен ἡ κατεύθυνση [-ις], ἡ διεύ-θυνση [-ις]:
    \курс на север πορεία προς βορ-ραν взять \курс на что-л. перен ἀρχίζω κάτι· менять \курс ἀλλάζω πορεία·
    2. (учебный) ἡ διδασκαλία, ἡ σειρά μαθημάτων / τό ἐτος (год обучения):
    \курс лекций ἡ σειρά παραδόσεων студент третьего \курса ὁ τριτοετής φοιτητής· окончить \курс в университете τελειώνω τό πανεπιστήμιο·
    3. (учебник) τό ἐγχειρίδιο[ν]:
    краткий \курс ἡ ἐπιτομή·
    4. мед.:
    \курс лечения ἡ θεραπεία, ἡ κούρα·
    5. эк. (валюты и т, п.) ἡ ἀξία, ἡ τιμή:
    биржевой \курс ὁ£ τιμές τοῦ χρηματιστηρίου· ◊ быть в \курсе дела εἶμαι ἐνήμερος, εἶμαι γνώστης τῶν πραγμάτων вводить в \курс κατατοπίζω, ἐνημερώνὠ держать в \курсе событий κρατώ ἐνήμερο τῶν γεγονότων.

    Русско-новогреческий словарь > курс

  • 5 курс

    α.
    1. κατεύθυνση, πορεία•

    держать ή взять курс на север κατευθύνομαι προς το βορά.

    2. βασική πολιτική κατεύθυνση•

    курс на индустриализацию страны βασική πολιτική κατεύθυνση η εκβιομηχάνιση της χώρας.

    3. μαθήματα, σειρά διαλέξεων εγχειρίδιο (με περιεχόμενο αυτών των διαλέξεων).
    4. πλήρης κύκλος διδασκαλίας•

    он кончил курс гимназии αυτός τέλειωσε το γυμνάσιο.

    5. έτος φοίτησης (σε ανώτερα εκπαιδ. ιδρύματα)•

    перейти на четвёртый курс περνώ (προβιβάζομαι) στο τέταρτο έτος.

    || οι φοιτητές•

    второй курс пошёл на практику οι δευτεροετείς φοιτητές πήγαν για πρακτική εξάσκηση.

    6. θεραπεία•

    курс лечения η προβλεπόμενη θεραπεία.

    7. αξία, τιμή•

    биржевой курс οι τιμές του χρηματιστηρίου.

    8. σχολή• μαθήματα•

    -ы иностранных языков σχολή ξένων γλωσσών•

    -ы кройки и шитья σχολή κοπτικής και ραπτικής.

    εκφρ.
    быть в -е – είμαι ενήμερος, γνώστης•
    держать в -е кого – κρατώ ενήμερον κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > курс

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»